- κόμισσας
- κομίζωtake care ofaor ind act 2nd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γκόγια ι Λουθιέντες, Φρανθίσκο — (Francisco Goya y Lucientes, Φουεντετόδος, Αραγονία 1746 – Μπορντό 1828).Ισπανός ζωγράφος και χαράκτης. Τέταρτο παιδί του επιχρυσωτή Χοσέ και της Γκραθία Λουθιέντες, φοίτησε στο Κολέγιο του Τάγματος των Ευαγών Σχολών στη Σαραγόσα, όπου αργότερα… … Dictionary of Greek
Σάβιτζ, Ριχάρδος — (Savage). Άγγλος δραματικός συγγραφέας (1698 1743). Ήταν νόθος γιος της κόμισσας Μάκλεσφιλντ και του λόρδου Ρίβερυ, οι οποίοι τον εγκαταλείψαν σε μικρή ηλικία. Τον περιμάζεψε ένας υποδηματοποιός και προσπάθησε να του μάθει την τέχνη του. Ο Σ.,… … Dictionary of Greek
κιγχόνη — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας ερυθροδανώδη, γνωστό και ως κίνα, με σαράντα περίπου είδη ιθαγενή τών Άνδεων τής Νότιας Αμερικής, από τον φλοιό τών οποίων εξάγονται μεταξύ άλλων τα αλκαλοειδή κινίνη, κιγχονίνη και… … Dictionary of Greek
περιδέραιο — Κόσμημα που περιβάλλει τον λαιμό, κατασκευασμένο από μικρά στοιχεία ενωμένα μεταξύ τους. Το π., γνωστό από την εποχή του λίθου, είχε εκτός από τη διακοσμητική σημασία του και αξία φυλαχτού. Το πρωτόγονο π. κατασκευαζόταν από φυσικά στοιχεία… … Dictionary of Greek
Άρνιμ, Άχιμ φον- — (Achim von Arnim, Βερολίνο 1781 – Βίιπερσντορφ 1831). Γερμανός συγγραφέας. Απόγονος Πρώσων βαρόνων, σπούδασε μαθηματικά, φυσική και χημεία στο Χάλε και το Γκέτινγκεν, όμως αφιερώθηκε αργότερα στη λογοτεχνία. Συγγραφέας παραμυθιών και δραμάτων,… … Dictionary of Greek
Αύγουστος, Φρειδερίκος Γουλιέλμος — (1779 1843). Πρίγκιπας της Πρωσίας, στρατηγός του πεζικού και αρχηγός του πυροβολικού, γιος του πρίγκιπα Α. Φερδινάνδου και της κόμισσας Άννας Ελισάβετ Λουίζας του Βραδεμβούργου. Πήρε μέρος στις μάχες της Δρέσδης, της Λειψίας κ.ά. Το 1815… … Dictionary of Greek
Βάγκνερ-Λιστ, Κόζιμα — (Kozima Liszt Wagner, Ελβετία 1837 – Μπαϊρόιτ 1930). Σύζυγος του Ρίχαρντ Βάγκνερ, κόρη του Φραντς Λιστ και της κόμισσας Μαρί ντ’ Αγκού, από την οποία κληρονόμησε την αριστοκρατική υπεροψία και το ένστικτο της αδιάκοπης δράσης. Στο σαλόνι της… … Dictionary of Greek
Βέρντι, Τζουζέπε — (Giuseppe Verdi, Ρόνκολε, Πάρμα 1813 – Μιλάνο 1901). Ιταλός συνθέτης, από τους κορυφαίους της όπερας. Ακολουθώντας την κλίση του στη μουσική, άρχισε τις πρώτες του μουσικές σπουδές στα οκτώ του χρόνια με ένα παλιό πιάνο και κατόρθωσε, γύρω στα… … Dictionary of Greek
Γκάρμπο, Γκρέτα — (Greta Garbo, Στοκχόλμη 1905 – Νέα Υόρκη 1990). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Σουηδέζας ηθοποιού του κινηματογράφου Γκρέτα Γκούσταφσον (Greta Gustafsson).Εργάστηκε αρχικά σε κομμωτήριο και έπειτα ως μαθητευόμενη στα μεγάλα καταστήματα PUB, όπου της… … Dictionary of Greek
Γκέλερτ, Κρίστιαν Φέρστεγκοτ — (Christian FurstegottGellert, Χάινιχεν 1715 – Λειψία 1769).Γερμανός ποιητής και κωμωδιογράφος. Σπούδασε θεολογία στο πανεπιστήμιο της Λειψίας, όπου και διορίστηκε καθηγητής της φιλολογίας και της φιλοσοφίας (1751). Έγραψε θεατρικές κωμωδίες και… … Dictionary of Greek